- ξαφτέρουγα
- ταεκκλησιαστικό σκεύος, τα εξαπτέρυγα, απεικονίσεις τών Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες πάνω σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται κατά τις θρησκευτικές τελετές πάνω σε κοντάρια, τα ιερά λάβαρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑξαπτέρυγα, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (πρβλ. πτέρυγα: φτερούγα)].
Dictionary of Greek. 2013.